τεχνουργικός

τεχνουργικός
-ή, -ό
αυτός που σχετίζεται με την τεχνουργία (βλ. λ.).

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • τεχνουργικός — ή, ό / τεχνουργικός, ή, όν, [τεχνουργός] κατασκευασμένος με τέχνη, έντεχνος νεοελλ. ο σχετικός με την κατασκευή περίτεχνων δημιουργημάτων. επίρρ... τεχνουργικώς / τεχνουργικῶς ΝΑ εντέχνως, με τέχνη …   Dictionary of Greek

  • τεχνουργικώς — τεχνουργικῶς ΝΑ βλ. τεχνουργικός …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”